παραξηραίνω

παραξηραίνω
Μ
1. κάνω κάτι να ξηρανθεί
2. (το παθ.) παραξηραίνομαι
υφίσταμαι μερική ξήρανση, μερική σκλήρωση («ἀτροφεῑ τὸ ἰσχίον καὶ παραξηραίνεται». Ιππιατρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”